πετροσέλινο

πετροσέλινο
το πετροσέλινον, ΝΑ
αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό τής τάξης σκιαδανθή σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ο μαϊντανός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πετροσέλινο — το το φυτό μαϊντανός, αλλιώς μακεδονήσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαϊντανός — Κοινή ονομασία του είδους Petroselinum sativum της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για διετή πόα, με όρθιο, πολύκλαδο βλαστό, ανοιχτού πράσινου χρώματος. Τα φύλλα είναι δις ή τρις πτεροσχιδή και έχουν σκούρο πράσινο χρώμα.… …   Dictionary of Greek

  • ορκοσέλινο — το (Μ ὁρκοσέλινον) είδος φυτού, το πετροσέλινο …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • περσέμολο — και περσίμολο, το, Ν ο μαϊντανός, το πετροσέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. persimolo] …   Dictionary of Greek

  • πετραίος — αία, ον, θηλ. και αίη, Α [πέτρα] 1. αυτός που ανήκει στην πέτρα, στον βράχο (α. «σκιὴ πετραία», Ησίοδ. β. «ἠχὼ πετραία», Κωμ. Αδ.) 2. εκείνος που ζει στις πέτρες, στους βράχους (α. «Σκύλλην πετραίην», Ομ. Οδ. β. «ὄρνις πετραῑος», Αισχύλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • πετροσελινίτης — ὁ, Α (για οίνο) αρωματισμένος με πετροσέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετροσέλινον + επίθημα ίτης (πρβλ. μηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • μακεδονίσι — το το πετροσέλινο, ο μαϊντανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαϊντανός — μαϊντανός, ο και μαϊδανός, ο (λ. τουρκ.) 1. το ποώδες φυτό πετροσέλινο που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και σε σαλάτες, το μακεδονίσι: Έφτιαξε μια σάλτσα με ντομάτα και μαϊντανό. 2. μτφ., αυτός που ανακατεύεται σε όλα τα ζητήματα χωρίς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”